Από 27 ή ο άνθρωπος που πέφτει

γιάννης ευθυμιάδης



Όλοι νομίζετε ότι φοβήθηκα και πως γι' αυτό έπεσα πανικόβλητος στο κενό
Θε μου, τι βλάκες! Επιτέλους, πήρα για μια μόνη φορά όλη μου τη ζωή στα χέρια μου
Προκλητικά, πέφτοντας μπροστά σε τρομαγμένα τεράστια μάτια, σας βγάζω τη γλώσσα μου
Την τελευταία στιγμή διέκρινα μέσα στο πλήθος το κορίτσι με τη θλίψη στα μάτια
Δεν είχε τίποτα ξεχωριστό να θυμάμαι, μόνο πως ήταν ένα κορίτσι θλιμμένο
Θα μπορούσαμε να είχαμε αγαπηθεί δύο καλοκαίρια πριν, δύο μετά –θα μπορούσαμε–
Δεν επαληθεύτηκε αυτή η πιθανότητα – πόσες να προλάβουν να φτάσουν στο τέρμα;
Κι έτσι εγώ δεν θα είμαι εδώ, ενώ το κορίτσι θα είναι εδώ –τι απλή λογική!–
Η δική σας απλή λογική, που για κάμποσα χρόνια την επαναλάμβανα περίφημα







Τις νύχτες όπως πέφτεις μέσα σ' όνειρο, έτσι μπορείς να καταλάβεις πώς στ' αλήθεια πέφτω
Μετεωρίζομαι, στριφογυρνώ σε ίλιγγο, άλλοτε όρθιος πάνω σ' ένα κατάστρωμα
Πότε ανάποδα –να που κοιτάζω τον κόσμο σας ανάποδα και δεν το βρίσκετε κακό–
Πότε με το κεφάλι μες στα πόδια μου, πότε τα χέρια σαν πουλιού φτερούγες, στριφογυρνώ
Μέσα σε ίλιγγο και, ωπ, γίνομαι τέσσερα και τρώω παγωτό, ωπ, είμαι τριάντα πια,
Εικοσιοκτώ και βλέπω το παιδί να βγαίνει, γίνομαι δεκατέσσερα κι η νύχτα όλο αργεί
Εικοσιένα μ' έναν κόσμο να με περιμένει –μα όπως φάνηκε μονάχα στη στροφή–
Είμαι πενήντα, κι είμαι εκατό, είμαι ο χρόνος όλος και ολόκληρος, κι ειν' αυτό αρκετό
Σε μια στιγμή να πυκνωθεί όλος ο αιώνας, να ξανοιχτεί, επιτέλους, τέταρτη διάσταση







Πονάνε τα μάτια μου καθώς πέφτω, ο αέρας ορμάει σαν για να μου τα ξεριζώσει
Πονάνε και οι τρίχες στα μπράτσα μου, είναι η μανία αυτη της αντίστασής μου για ζωή
Της λαχτάρας της ύλης, που πια φθίνει, να κρατηθεί ακέραιη απέναντι στην ιδέα
Πονάνε τα μάτια μου απέναντι στη φρίκη, όμως τα κρατάω ανοιχτά συνέχεια
Ο άνθρωπος που πέφτει θέλει να βλέπει, θέλει να ξέρει, η γνώση αυτή τον δικαιώνει
Ο άνθρωπος που πέφτει πρέπει πάντα –και τώρα πρέπει– να ξέρει ακόμα και την πτώση του
Αυτό είναι το τίμημα: γνώση αντί για αίσθηση, εμπειρία αντί για διαίσθηση
Σιγά-σιγά εθίζεται και στο τέλος η φρίκη γίνεται εικόνα σαν όλες τις άλλες
Και η εικόνα αυτή γιγαντώνεται, ώσπου παίρνει τη μορφή ενός κόσμου ολόκληρου