από από το Fuck the Future: έξι ποιήματα + μια selfie

Christos Martinis

ΝΟΜΙΖΕΙ ΠΩΣ ΘΑ ΦΥΤΡΩΣΕΙ
                στη νόρα στον ανδρόνικο

EΚΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΩΣ το λογαριάζουν με
γεννήτριες.  Όσοι επιστρέφουν—από Εκεί—έχουν
χτυπήσει με μελάνι στο μέσα μέρος του καρπού,
στον ώμο, στον λαιμό, το «Fuck the World».

—Κανένας δεν θα σεβαστεί τον αρχηγό αν κλαίει
μπρος στο κύμα.


Θα περιμένω τη βροχή κι ας βρέξει πέτρα.



ΣΑΝ ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΤΗΣΕ ΝΤΑΛΙΚΑ

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟΣ,
ξετυλιχτήκαν τα ρολόγια, σαν σκοινιά, και μου μαγκώσαν
τον λαιμό. Τα μεταναστευτικά πουλιά δεν θ’ ακούσουν τις
φωνές μου, όπως εγώ δεν ακούω πλέον τον παλιό εαυτό μου
που σκάβει ιδρωμένος στα ορύγματα. Πήρε το μέλλον κλίση
προς τα πάνω.

—Τι πήγε λάθος, ποιος τύπωσε στραβά τα τοπογραφικά, πώς
έγιναν χαλίκια τα λεπτά, οι ώρες βράχια, τα χρόνια
απόκρημνα βουνά. 

Οι φίλοι: το λίγο νερό που σταλάζει απ’ την πέτρα.



ΠΑΛΙ ΒΡΗΚΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤ’ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

ΕΔΩ, ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΙΔΕΡΟ, σκύβοντας να χωρέσω
στριμωχτά—να βολευτώ—οι πιεστήρες μ’ οδη-
γούν, με σταθερά χτυπήματα,—Γραμμή!—απ΄ το
ένα τμήμα στ’ άλλο. Φεύγω πρωί-πρωί για τη
δουλειά, μέσα στην πάχνη τρέμοντας χωρίς τα
φώτα ομίχλης, παντού τριγύρω σίδερο, γυμνά κλαδιά
και ασοβάτιστα ντουβάρια. Έσβησα μες στο
ηλεκτρισμένο σύννεφο.

Σπάσαν στον τάφο μας κρυστάλλινα ποτήρια.
Σκορπίσαν μες στο σκοτάδι τα πουλιά.
Γραμμή!—μέσα στη νύχτα τα σκυλιά, δαγκώνουνε
τα σύρματα.



ΠΑΝΕ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΤΕ ΤΙ ΚΑΘΕΣΑΙ;

ΣΤΡΙΒΩ ΜΟΧΛΟΥΣ—αρνούνται να υπακούσουν.
Οι σκέψεις μου παπαγαλία του οδηγού κατασκευής.
—Σε πήρε ο δρόμος από κάτω.
Μ’ έβγαλε πίσω απ’ την καλή πλευρά του ουρανού
και σχεδιάζω την πορεία μου στα φορτωμένα
σύννεφα.

Σπασμένα χρόνια μπροστά μας, κορμιά σπασμένα
και βρέχει.



*

ΕΚΠΕΜΠΩ ΣΟΣ, αν και το σήμα δεν φτάνει
καθαρό, το ξέρω. Φταίει που έπιασε η μαρία
δουλειά πρωί-απόγευμα, να βγάλει τα σπασμένα.
Εγώ πρωί-πρωί δουλειά, μετά επιστροφή. Τα
απογεύματα κάθομαι με τον άγγελο. Να παίξεις, να
τσακωθείς, ν’ αγκαλιαστείτε, να πάτε βόλτα, μπάνιο,
μετά να κοιμηθεί, να πέσουν οι ρυθμοί μέσα στο
σπίτι, ν’ αλλάξει ο φωτισμός, να πούμε κι εμείς οι
δύο μια κουβέντα ρε κορίτσι μου, τσιγάρο, ένα
κρασί, πάει, έφτασε μία. Η υπόλοιπη ζωή είναι μέσα
στην τσάντα, πέρα-δώθε, σε τρένα, αυτοκίνητα, στο
αστικό. 

Εκπέμπω SOS από ένα διαμέρισμα στον δεύτερο
επάνω στην Κασσάνδρου. Τον θόρυβο τον
συνηθίζεις, συμφωνείς; Βέβαια χωρίς πολλές
ντουλάπες στα εξηνταπέντε τετραγωνικά πρέπει να
βρεις καινούριους τρόπους αποθήκευσης—και τα λοιπά και τα
λοιπά. Να λες κι ευχαριστώ. Τέσπα. Ας
μην εκχυδαΐζουμε τα πράγματα. Όταν τα βράδια
αποκοιμιέμαι και μαλακώνει ο αυχένας, έτσι λεπτός
και φευγαλέος σαν τσιγαρόχαρτο λέω: Ίσως να
καταλάβαινα καλύτερα κάτω από τα πεύκα.
Σίγουρα, θα καταλάβαινα καλύτερα κάτω απ’ τα
πεύκα χωρίς αυτό το «πήγε δώδεκα», «σχολάω στις
τέσσερις», «κοιμήσου, δεν θα σηκώνεσαι για την
δουλειά στις έξι». Αποκοιμιέμαι και λέω: Ναι.
Χωρίς όλους αυτούς τους αριθμούς σίγουρα θα
καταλάβαινα καλύτερα
. Και κουβαλάω μέσα στην
τσάντα μου τα πεύκα πέρα-δώθε, σε τρένα,
αυτοκίνητα, στο αστικό, σαν το φυλακισμένο ζώο
που κουβαλάει τη ζούγκλα μες στο στόμα του. Γιατί
μέχρι και τα χαμόγελα των φίλων μου, θυμίζουν όλο
και περισσότερο παρατημένα λατομεία. Γιατί
είμαστε οι νεκροί που συνεχίζουν να δουλεύουν
δίπλα-δίπλα μες στα λευκά μηχανοστάσια. Μας
σέρνει προς τα κάτω το δεκάωρο και βυθιζόμαστε
μέσα στα ντεσιμπέλ. Γιατί λευκά ιστιοφόρα
διασχίζουν τα μυαλά μας κάθετα μ’ ολάνοιχτα
πανιά, σκορπώντας ψίχουλα στον άνεμο.

Εκπέμπω SOS για τον αυχένα μου που όλο
καρφώνεται και πιο βαθιά στην πλάτη, για την κοινή
μου γνώση, για όλα μου τα διαβάσματα που τα
κατάλαβα μισά, αποστηθίζοντας κυρίως. Για ετούτη
την ξερή εποχή με τους χιλιάδες αριθμούς που
σίγουρα σου ανοίγει το μυαλό.

—Αλλά στ’ ανοίγει με τα δόντια της.




A first version of Fuck the Future was published in the online literary magazine Ασσόδυο in June 2021.

In the poem ‘He Hit the Water on the Left Again’—besides the title, which references Stavros Tsiolis’s movie Let the Women Wait! (Ας περιμένουν οι γυναίκες; 1998)—the cry “Steady as she goes!” is a reference to Giorgos Seferis’s poem “The Cats of St. Nicholas” (Οι Γάτες του Άι-Νικόλα; 1970).