από το Το φως που μας καίει

Jazra Khaleed

Ένας άνεργος κάθεται σε μια πέτρα

Ένας άνεργος κάθεται σε μια πέτρα,
σφυρήλατος και σιωπηλός,
βλέπει τις Δευτέρες ν’ απομακρύνονται χωλαίνοντας,
νιώθει τις ψείρες να πληθαίνουν στις μασχάλες του,
γεμίζει αίμα σιγά σιγά ο πόνος του˙
θλίβεται, ιδρώνει, κουμπώνεται,
μετρά τα ένσημά του και βρίσκει τη ζωή του λειψή,
τόσα χρόνια δουλειάς και δεν κέρδισε ούτε ώρα,
τι έχει να περιμένει τώρα;

Ένας άνεργος κάθεται σε μια πέτρα,
στην άκρη της ζωής του κάθεται,
με τους λυγμούς του και τις ζωικές του λειτουργίες,
με την οργή του που ’ναι τόσο κοντή σε ίντσες,
τις λέξεις του που λιγοθυμούν λιπόσαρκες.
Κάθεται και βλέπει να περνάνε από μπροστά του
το σταθερό κεφάλαιο,
το προτσές εργασίας,
η εξαγωγή της υπεραξίας,
οι καημοί του με κατεβασμένο το κεφάλι˙
κοιτάζει τ’ άδεια χέρια του, οστέινα κι ερειπωμένα,
στις παλάμες του λιγοστεύουν οι μπουκιές,
στο ψωμί του λιγοστεύουνε τα κόκαλα.

Κοιτάξτε τον πώς κάθεται μοναχός
ανάμεσα σε τόσους χιλιάδες σαν εκείνον,
κοιτάξτε πώς ανεβαίνει και κατεβαίνει
στο λαιμό του η ελπίδα, στεγνή κι ατροφική,
βρωμάει η ανάσα του απ’ την καρτερία,
απ’ τα «ναι» και τα «μάλιστά» του.
Είναι αυτός που μάζευε τις προσβολές στον κόρφο του
αντί να τις επιστρέψει μ’ όλα τους τα πελεκούδια,
αντί να σπάσει το φόβο με το σφυρί και το καλέμι,
αντί να υπερασπιστεί την τάξη του μ’ όλο του το βάρος
αυτός πριόνιζε και πλάνιζε τη βία του,
τι έχει να περιμένει τώρα;
 
Κοιτάξτε τον πώς υποφέρει,
ηττημένος κι ανοργάνωτος,
μια ζωή κοίταγε τη δουλειά του,
μια ζωή μάζευε στον κουμπαρά του˙
δεν είχαν πληθυντικό οι συλλογισμοί του,
δεν είχαν πληθυντικό οι πράξεις του,
πάντα πρώτο ενικό, πάντα παθητική φωνή,
πήγαινε σκυφτός ανάμεσα στους σκυφτούς˙
βαθιά,
βαθιά μέσα στην ύπαρξή του,
μια σιωπή, μια κατάφαση, μια βράχυνση . . .
 
Ένας άνεργος κάθεται σε μια πέτρα,
οι σκέψεις του σταματάνε στην πέτρα˙
ποτέ δεν σκέφτηκε να σηκώσει την πέτρα,
ποτέ δεν σκέφτηκε να πετάξει την πέτρα.