Από Χίμαιρα

Φοίβη Γιαννίση

Νομή

i.

εν αρχή ην η νομή. κομμάτια γης σπαρμένα εκτεταμένα
απ 'τη βροχή και τον καιρό ποτισμένα
φαγωμένα
από τα βήματα
ζώων ανθρώπων γεγραμμένα.
αντηχούσε.
κοιλάδες ρέματα κι απέναντι κορφές
έφερναν πίσω τις φωνές.
 

ii.

εν αρχή ην η νομή.
για να μετακομίσω έπρεπε να μαζέψω
έπρεπε να διαλέξω.
τα πράματα.
τα πράματα τα ζώα τα πράγματα τα πράγματα.

-τι κουβαλάς μαζί σου όταν φεύγεις;
-το σκοτάδι μου. το δικό μου κομμάτι σκοτάδι.
-τι κουβαλάς μαζί όταν φεύγεις;
-στο σώμα τα σημάδια.
-τι κουβαλάς μαζί όταν φεύγεις;
-λησμο -νημέ -νεςπρά -ξειςλησμο -νημέ -νεςλέ -ξεις
κομμά -τιατης -παλιάς -ζωής
γιανα -τηνέ -χειςφυ -λαχτό -σανέ -οκόκ -κινο -σταυρό.

 
iii.

-Κιάτρα κράαπα όμλου νου κριάπα:
“Η πέτρα ραγίζει ο άνθρωπος δεν ραγίζει”

-Όμως.
τα θραύσματα είναι γυαλί
χώνεται κάτω απ'το δέρμα βαθιά
και μες στη σάρκα ταξιδεύει
τους δικούς του δρόμους διαλέγει.
ένα τους ανεβαίνει στην καρδιά.
άλλο θα σου τρυπήσει την κοιλιά.

-Τι ρίχνει ο Θεός και δεν το καταπίνει η γης;

-Tραύμα διαμπερές.
τοφτυσα απ' το στόμα σαν πικρό κουκούτσι.
αλλά κανένα δάκρυ δεν μου στόλισε το μάτι
γιατί είχα χρόνια τώρα
σφίξει γερά τα δόντια.

-To πετρωμένο φαγείν αδύνατον λέει η μάνα
αντί για
το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον.

-για να φύγω
έπρεπε να διαλέξω τα πράγματα
μήνες κράτησε το μαρτύριο.
ολόκληρος χειμώνας.
βαρύς σκοτεινός ξεφύλλιζε τα δοχεία των αναμνήσεων.
όμως. πιο πολύ πόναγε αυτό που είχε τόσα χρόνια
ανάμεσα στα δάχτυλα γλιστρήσει σαν αέρας.
ό,τι εξεχάσθη.
τα κενά.
ό,τι δεν έγινε.

-Λεῦσσε δ' ὅμως ἀπεόντα νόω παρεόντα βεβαίως,
“Κοίταξε όμως με το νου τα απόντα ως παρόντα με βεβαιότητα”
λέει ο Παρμενίδης.





Προοίμιο (Στον Δρόμο του Ταο)

κάθε άνοιξη κάνω ξανά την κηδεία του εαυτού μου.
κηδεύω τις άλλες τις προηγούμενες ανοίξεις
κηδεύω αυτή την άνοιξη που δεν είναι σαν τις άλλες
κηδεύω τον εαυτό μου την άνοιξη
για να σουρθώ μέσα στο σώμα μου το καλοκαίρι
να αρπαχτώ από το ξεραμένο του τομάρι το φθινόπωρο
και το χειμώνα πεισματικά να επιμείνω στο φάντασμα
του καταναγκασμού μου.
ναι. ο χειμώνας θα μπορούσε να έχει την απόλυτη ελευθερία
την ύπαρξη στην απεραντοσύνη
του μογγόλικου οροπεδίου τον καλπασμό
των μαλλιαρών στολισμένων αλόγων τα λόγια
των τραγουδιστών μία άλλης εποχής αφηγητών.
αλλά.
εκεί στο τέλος του χειμώνα μέσα στην κούραση τον κάματο
της προγραμματισμένης καθημερινότητας
ένα αστέρι μπορεί αίφνης να αστράψει στον ουρανό
της κούπας οίνου που πίνουμε
μοναχικά μαζί
και η λάμψη του άστρου να μας ξεστρατίσει
σε παλιά μονοπάτια οδηγώντας για να τα ανοίξουμε ξανά.
χρέος μας αυτό το άνοιγμα. Τα μονοπάτια σχεδόν έκλεισαν
από κλαδιά και φτέρες.
μέρος του χρέους η εγκατάλειψη.
ξανά και ξανά κάθε χρόνο κηδεύουμε

αυτό εκεί που προυπήρξαμε και πίσω το αφήνουμε
ένα έκδυμα στο σχήμα του ένα μοναδικό έκδυμα
διαφορετικό καθένα από τ’ άλλα πολλαπλό.
το θάβουμε σε τελετή μέσα στα χόρτα το αφήνουμε στον στιλβωμένο
μίσχο του ξερόχορτου που ξερριζώσαμε και πάνω του
ήταν κολλημένο
το θάβουμε στην άμμο στη θάλασσα το ρίχνουμε.
στο δρόμο συναντάμε γυναίκες να κρατούν μπουκέτα
αγριολούλουδα στα χέρια με όψη περισυλλογής.
αργά και βασανιστικά αρχίζουμε να ξεχερσώνουμε τους δρόμους.
κείνται στον ενδιάμεσο χώρο του μισοανοιγμένου.
κάτω απ’ το χώμα σε μυριάδες πλάσματα κοιμάται η άνοιξη.